- υδατηρός
- -ά, -όν, ΜΑ(ποιητ. τ.) μσν. υδάτινοςαρχ.αυτός που χρησιμεύει για εναπόθεση νερού.[ΕΤΥΜΟΛ. < ὕδωρ, ὕδατος + κατάλ. -ηρός (πρβλ. αιματ-ηρός)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ὑδατηρά — ὑδατηρός of neut nom/voc/acc pl ὑδατηρά̱ , ὑδατηρός of fem nom/voc/acc dual ὑδατηρά̱ , ὑδατηρός of fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑδατηραῖς — ὑδατηρός of fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑδατηρούς — ὑδατηρός of masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑδατηρᾶς — ὑδατηρός of fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-ηρός — το επίθημα ηρός είναι το πιο διαδεδομένο από τα επιθήματα σε ρος τής Αρχαίας. Στον Όμηρο απαντά μικρός αριθμός επιθέτων σε ηρός αλλά στους μεταγενέστερους συγγραφείς ο αριθμός αυτός αυξάνεται σημαντικά. (Ήδη στον Ιπποκράτη απαντούν 20 νέα… … Dictionary of Greek
υδρηρός — ά, όν, Α (ποιητ. τ.) αυτός που χρησιμεύει για την εναπόθεση νερού, ὑδατηρός*. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ὑδρ τού ὕδωρ* + κατάλ. ηρός (πρβλ. νοσ ηρός)] … Dictionary of Greek
ύδωρ — το / ὕδωρ, ατος, ΝΜΑ, και ὕδρω, και βοιωτ. τ. οὕδωρ και μτγν. ὕδος, Α (στην νεοελλ. λόγιος τ.) το νερό 2. φρ. α) «γην και ύδωρ» βλ. γη β) «ύδατος και γης απαγόρευσις» (στην αρχ. Ρώμη) μορφή εκούσιας εξορίας ενός εγκληματία στον οποίο απαγορευόταν … Dictionary of Greek